νεραντζάτος

νεραντζάτος
-η, -ο [νεράντζι]
αυτός που έχει το χρώμα τού νεραντζιού, πορτοκαλόχρωμος, πορτοκαλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”